Λακεδαιμόνων

Λακεδαιμόνων
Λακεδαίμων
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεοδαμώδης — νεοδαμώδης, ῶδες (Α) 1. αυτός που έγινε πολίτης τής Σπάρτης πρόσφατα 2. (συν. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ νεοδαμώδεις είλωτες που λόγω ανδραγαθίας στη μάχη ή και για άλλες σπουδαίες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην πολιτεία τών Λακεδαιμόνων έγιναν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”